ακροβολιστικός — ή, ό (Α ἀκροβολιστικός, ή, όν) [ἀκροβολιστής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ακροβολιστές αρχ. 1. αυτός που χρησιμοποιείται για βολή, ως όπλο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀκροβολιστικά όπλα, βλήματα … Dictionary of Greek
ἀκροβολιστικοῖς — ἀκροβολιστικός used as missiles. masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… … Dictionary of Greek
ακροβολισμός — Όρος της στρατιωτικής επιστήμης. Αναφέρεται στη δυνατότητα να χτυπήσει κάποιος μακριά ή και να χτυπηθεί από μακριά με όπλο σε στιγμές προπαρασκευής της μάχης. Εις α. στη στρατιωτική ορολογία είναι το παράγγελμα με το οποίο συντάσσονται οι ομάδες… … Dictionary of Greek
ακροβολιστής — Στρατιώτης που έχει πάρει θέση σε ακροβολιστικό σχηματισμό στην αρχική φάση της επίθεσης. Οι α. αναπτύσσουν τους σχηματισμούς τους από 1.000 έως 7.000 μ. πιο μπροστά από την προφυλακή, η οποία βαδίζει συντεταγμένη σε φάλαγγες ως το κύριο σώμα του … Dictionary of Greek